ταγμένος

ταγμένος
-η, -ο, Ν
βλ. τάσσω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μεσοταγής — μεσοταγής, ές (Α) αυτός που είναι ταγμένος, τοποθετημένος στο μέσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + ταγής (< θ. ταγ τού τάσσω, πρβλ. ἐ τάγ ην), πρβλ. αρτιο ταγής] …   Dictionary of Greek

  • ορθόστοιχος — η, ο ταγμένος σε όρθιους στοίχους, τοποθετημένος σε ευθεία γραμμή. επίρρ... ορθοστοίχως σε ευθεία γραμμή, κατά ορθοστοιχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + στοίχος] …   Dictionary of Greek

  • πρότακτος — ον, και προτακτός, όν, Α [προτάσσω] αυτός που είναι ταγμένος στα έμπροσθεν, στην πρώτη γραμμή τής μάχης …   Dictionary of Greek

  • στοιχίζω — ΝΑ [στοῑχος] βάζω σε στοίχους, σε σειρές, αραδιάζω νεοελλ. 1. αντιπροσωπεύω ορισμένη χρηματική αξία ή δαπάνη τιμώμαι, κοστίζω («τα υλικά τού στοίχισαν πολύ») 2. μτφ. (για δυσάρεστα γεγονότα ή καταστάσεις) προξενώ λύπη («τού στοίχισε πολύ ο… …   Dictionary of Greek

  • στοιχώδης — ώδες, Α [στοῑχος] αυτός που είναι ταγμένος σε στοίχο, κατά σειρά («κριθή στοιχώδης» κριθάρι που έχει τους κόκκους κατά σειρά, τον έναν κάτω από τον άλλο, Θεόφρ.) …   Dictionary of Greek

  • τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω …   Dictionary of Greek

  • φιλικός — ή, ό / φιλικός, ή, όν, ΝΜΑ [φίλος] αυτός που ανήκει και αναφέρεται στον φίλο ή στη φιλία ή αυτός που νιώθει και εκφράζει φιλία (α. «φιλικές σχέσεις» β. «φιλική συντροφιά» γ. «φιλική συμπεριφορά» δ. «ἀλλ ἐπὶ ταῡτα εὐθὺς οἰκοδομεῑτε ἄλλα φιλικὰ… …   Dictionary of Greek

  • Φιλήντας, Μένος — (Αρτάκη, Κύζικος 1870 – Αθήνα 1934). Έλληνας γλωσσολόγος και λογοτέχνης. Μετά τις σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη και στη Θεσσαλονίκη, διετέλεσε δάσκαλος στην Τουρκία, όπου και φυλακίστηκε δυο φορές, στην Προύσα και την Αρτάκη, για τη συμμετοχή …   Dictionary of Greek

  • διατάσσομαι — διατάσσομαι, διατάχθηκα και διατάχτηκα, δια(τε)ταγμένος βλ. πίν. 28 Σημειώσεις: διατάσσω, διατάσσομαι : στα λεξικά αναφέρεται ότι το ρήμα έχει και την έννοια του διατάζω (→ δίνω διαταγή σε κάποιον), ενώ στη σύγχρονη γλώσσα έχει διαχωριστεί η… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παρατάσσομαι — παρατάσσομαι, παρατάχθηκα, και παρατάχτηκα, παρα(τε)ταγμένος βλ. πίν. 28 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”